- προτέροις
- πρότεροςbeforemasc/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επεξεργάζομαι — (AM ἐπεξεργάζομαι) μσν. νεοελλ. 1. κατεργάζομαι πλήρως, τελειοποιώ, δίνω οριστική μορφή 2. εκπονώ αρχ. 1. επεξεργάζομαι, εκτελώ κάτι επί πλέον («ἕν δ ἐπεξεργάσατο... τοιοῡτον, ὅ πᾱσι τοῑς προτέροις ἐπέθηκε τέλος», Δημοσθ.) 2. πραγματοποιώ, φέρω… … Dictionary of Greek